κονιορτοβριθής

κονιορτοβριθής
ης, ες пыльный, пропылённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κονιορτοβριθής" в других словарях:

  • κονιορτοβριθής — ές γεμάτος κονιορτό, κατασκονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. βιβλιο βριθής, κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»